Ρίτσος και Κριτική



Όπως συμβαίνει με την πλειονότητα των Ελλήνων ποιητών, και έχουμε αρκετά παραδείγματα γι’ αυτό, όπως είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε η κριτική τον Ελύτη και το Σαχτούρη, ένα μέρος της κριτικής αντιμετώπισε αρνητικά τα ποιητικά εισόδια του Γ. Ρίτσου. Οι πρώτες του συλλογές Τρακτέρ και Πυραμίδες, δεν είχαν την τύχη μιας καλής υποδοχής από την αριστερή διανόηση. Οι «Νέοι Πρωτοπόροι», το περιοδικό που ελεγχόταν από την επίσημη Αριστερά στην Ελλδα και εξέφραζε τις μαρξιστικές ιδέες στην τέχνη απέρριψε το Τρακτέρ και τις Πυραμίδες. Ο N. Καρβούνης, κριτικός που συνεργάζεται με τους «Νέους Πρωτοπόρους» θα μιλήσει για «ακατανόητη από τη μάζα» έκφραση του Γ.Ρίτσου .

Ο Αντρέας Καραντώνης βέβαια διείδε την αμεσότητα και την ειλικρίνεια της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου, εντοπίζει όμως μια ολέθρια αισθητική που πηγάζει από το έργο του Κ. Καρυωτάκη. Του αναγνωρίζει μια στιχουργική ευχέρεια και ευκίνητη φαντασία, πλην όμως διαπιστώνει ότι προξενεί θλίψη το θέαμα ενός νέου που, ενώ δείχνει αναμφισβήτητη ποιητική διάθεση και λυρική φαντασία, πραγματοποιεί τα αντίθετα από όσα επιδιώκει με την τέχνη του. Είναι μάλιστα πιο απορριπτικός για τις συλλογές Εαρινή Συμφωνία και το Τραγούδι της αδελφής μου. Βρίσκει μάλιστα ότι «κάθε ποίημά του είναι μια περισσόλογη, ασύνδετη και ασύμμετρη παράταξη ψυχρών, μηχανικά εγκεφαλικών εικόνων που συνδέονται αδέξια και αλληγορικά με μια "υποτιθέμενη" ποιητική αμεσότητα, καθόλου όμως αισθητή δια μέσου της αλληγορίας της9». Ο Τάκης Παπατσώνης πάλι φαίνεται να απορεί πώς διάλεξε ο ποιητής «τα νεκρά καλούπια» της παραδοσιακής ποίησης, για να βάλει μέσα τους τούς επαναστατικούς στοχασμούς τους10.
Δε λείπουν βέβαια και τα επαινετικά σχόλια κάποιων κριτικών, όπως του Ηρακλή Αποστολίδη11. Λίγο αργότερα ο Αντρέας Καραντώνης υποδεχόμενος το Πρωινό άστρο, θ’ ανακαλύψει σ’ αυτό μια «άπειρη πατρική τρυφερότητα, μια μουσικοπρόφερτη στοργή», η οποία διαποτίζει βαθιά τους στίχους της συλλογής. Θεωρεί ότι αξίζει να ασχοληθεί κανείς με τους στίχους της συλλογής περισσότερο από ψυχολογική άποψη, παρά για απασχόληση της κριτικής, ενώ πιστεύει ότι τους στίχους αυτούς τους γέννησε μια όψιμη σχετικά πατρότητα, για το λόγο αυτό η τελευταία απαντάται πληθωρική και παθιασμένη. Χαρακτηρίζει τη συλλογή «γοητευτική» και «απαλόγραμμη», απορρίπτει όμως την άποψη του ποιητή ότι άμα μεγαλώσει το παιδί «θα του φανερώσει κι άλλα μυστικά», τα οποία ο Καραντώνης τοποθετεί στο χώρο της Κομμουνιστικής Ιδεολογίας, χωρίς βέβαια αυτό να είναι απαραίτητο. Πιστεύει ακόμα πως μιλώντας έτσι ο ποιητής στο «τρυφερό πλασματάκι, του μιλάει με πονηριά και πρόθεση από τώρα για την ευτυχία που θα νοιώσει αργότερα όταν μάθει πως “η χαρά δεν είναι πράσινη αλλά κόκκινη’’». Αντίθετα, αναφερόμενος στη Σονάτα του Σεληνόφωτος, ο Καραντώνης, βρίσκει ότι η τελευταία αυτή ποιητική συλλογή του Ρίτσου «χαράζει σαφέστατα όρια ανάμεσα στην παλαιότερη ποίησή του και σ’ αυτήν που φαίνεται να τον απασχολεί τώρα». Δέχεται όμως ότι ο Ρίτσος είναι μια πλούσια ποιητική φύση και μάλιστα από τις πιο προικισμένες της νεότερης ποίησης.
Δέχεται ακόμα ότι στη Σονάτα του Σεληνόφωτος ο ποιητής πετυχαίνει το
12
συγκερασμό του επικού και του λυρικού στοιχείου . Μια αρνητική στάση του Αντρέα Καραντώνη απέναντι στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου θα συνεχιστεί και στις επόμενες συλλογές, χωρίς όμως να απορρίπτει και τα θετικά στοιχεία, που, κατά τη γνώμη του, εντοπίζονται στο ποιητικό έργο του Ρίτσου.
Μετά τη δικτατορία βέβαια των συνταγματαρχών (1967), οπότε επήλθε και η νέκρωση κάθε πνευματικής κίνησης στη χώρα, παρά τις προσπάθειες των δικτατόρων να δείξουν στο εξωτερικό ένα φιλελεύθερο πνεύμα με την κατάρτιση ενός καταλόγου πνευματικών ανθρώπων, οι οποίοι θα δημοσίευαν (υποχρεωτικά) στις εφημερίδες κείμενά τους, το κέντρο της πνευματικής ακτινοβολίας του Ρίτσου μεταφέρεται έξω από την Ελλάδα. Όπως διαπιστώνουμε από το Χρονολόγιο, ο ποιητής καταφέρνει να διοχετεύσει στο εξωτερικό ποιήματά του, όπου και δημοσιεύονται. Άλλωστε, ο Ρίτσος διαθέτει ισχυρούς πνευματικούς φίλους, όπως είναι ο Λουί Αραγκόν. Η παγκόσμια κοινότητα επιφύλαξε μια ιδιαίτερα λαμπρή υποδοχή στο έργο του, όπως αποδεικνύουν και τα διεθνή βραβεία που του έχουν απονεμηθεί. Το έργο του μεταφράζεται σε πολλές χώρες και ο ποιητής δέχεται πλέον δημόσια τιμές που ταιριάζουν σε ένα μεγάλο ποιητή.


Κριτική : Η 4η Διάσταση του Λέανδρου Πολενάκη