Εργογραφία

Εργογραφία

 Όλα  αυτά  τα  χρόνια,  από  το  1925  και  ως  την  κατοχή,  δεν  έπαψε  να  καλλιεργεί  την  ποίηση,  που  λειτουργούσε  γι’  αυτόν  από  μια  πλευρά  ως  ‘‘σωσίβιο’’  στις  τρικυμίες  της  ζωής  του,  στις  οποίες  είχαν  προστεθεί  πικρίες  από  την ανεργία  ή  την  αναλγησία  και  το διασυρμό, μερικές φορές, που αντιμετώπιζε. Μέσα από αυτήν τη δοκιμασία όμως ανδρωνόταν ο μαχητής ποιητής. Άρχισε να γράφει ποιήματα από πολύ μικρή ηλικία. Ήδη από το 1921 στέλνει τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό ‘‘Διάπλασις των Παίδων’’ του Γρηγόριου  Ξενόπουλου.  Η  επίσημη  όμως  εμφάνισή  του  στα  γράμματα  γίνεται  το  1934  με  1935,  όταν  κυκλοφορούνται  και οι  πρώτες  του  ποιητικές  συλλογές  με  τον  τίτλο  Τρακτέρ  και  Πυραμίδες  από  τον  εκδοτικό  οίκο  Γκοβόστη  - στον  οποίο  δούλευε  ως  επιμελητής  εκδόσεων -  και  σημείωσαν  αμέσως  επιτυχία.

Η  πρώτη  ποιητική  συλλογή  του  Ρίτσου  (  Τρακτέρ  )  ξεκινά  μ’ ένα  τετράστιχο  όπου  ο  ποιητής  παρομοιάζει  τον  εαυτό  του  με  το  Χριστό.


Μητέρα  ποίηση,  δέξου  με  το  σώμα  μου  σταυρός
Και  πάνω  του  καρφώσανε  τη  ζωή  μου  Ναζωραίο
Σε  ανάξιους  εμοιράστηκε  ο  δικός  μου  θησαυρός
Κ’  έχω  το  φτύσμα  ταπεινών  στο  πρόσωπο  τ’  ωραίο.



Η  αρχή  αυτή  προοιωνίζει  μια  ανάπτυξη  του  θέματος  ‘‘ Χριστός ’’  στα  ποιήματα  που  θα  ακολουθήσουν.  Η  παρομοίωση  δεν  είναι  δεσμευτική  φανερώνει  ωστόσο  μια  καταγωγική  σχέση.



 Στο  μεταξύ  έχοντας  ασπαστεί  τις  σοσιαλιστικές  ιδέες  από  το  1929,  όταν  νοσηλευόταν  στο  ‘‘  Σωτηρία  ’’,  συνεργαζόταν  από  το  1933  με  το  αριστερό  περιοδικό  Πρωτοπόροι  και  από  το  1934  με  την  εφημερίδα  του  Κ.Κ.Ε.  – ήταν  ήδη  μέλος  του -  το  Ριζοσπάστη  που  εξέδωσε  το  τρίτο  του  βιβλίο,  τον  Επιτάφιο  (  1936  ),  εμπνευσμένο  από  την  καταστολή  των  εργατικών  διαδηλώσεων  στη  Θεσσαλονίκη  το  Μάιο  του  1936,  μία  από  τις  δημοφιλέστερες  δημιουργίες  του  με  τη  μελοποιημένη  μορφή  του  αργότερα  από  το  συνθέτη  Μίκη  Θεοδωράκη.  Ο  Επιτάφιος  είναι  θρήνος  μιας  μάνας,  που  ο  γιος  της  σκοτώθηκε  σε  μια  διαδήλωση  εργατών  στη  Θεσσαλονίκη.



Θεσσαλονίκη.  Μάης  του  1936.  Μια  μάνα,  καταμεσής  του  δρόμου,  μοιρολογάει  το  σκοτωμένο  παιδί  της.  Γύρω  της  και  πάνω  της,  βουίζουν και  σπάζουν  τα  κύματα  των  διαδηλωτών  -  των  απεργών  καπνεργατών.  Εκείνη  συνεχίζει  το  θρήνο  της:


Γιε  μου,  σπλάχνο  των  σπλάχνων  μου,  καρδούλα  της  καρδιάς  μου
πουλάκι  της  φτωχιάς  αυλής,  ανθέ  της  ερημιάς  μου


Πώς  κλείσαν  τα  ματάκια  σου  και  δε  θωρείς  που  κλαίω
Και  δε  σαλεύεις,  δε  γρικάς  τα  που  πικρά  σού  λέω;


Γιόκα μου  εσύ  που  γιάτρευες  κάθε  παράπονό  μου, 
Που  μάντευες  τι  πέρναγε  κάτου απ’ το  τσίνορό  μου,

Τώρα  δε  με  παρηγοράς  και  δε  μου  βγάζεις  άχνα
Και  δε  μαντεύεις  τις  πληγές  που  τρώνε  μου  τα  σπλάχνα;


Πουλί  μου,  εσύ  που  μούφερνες  νεράκι  στην  παλάμη
Πώς  δε  θωρείς  που  δέρνουμε  και  τρέμω  σα  καλάμη;


Στη  στράτα  εδώ  καταμεσίς  τα’ άσπρα  μαλλιά  μου  λύνω
Και  σού  σκεπάζω  της  μορφής  το  μαραμένο  κρίνο.


Φιλώ  το  παγωμένο  σου  χειλάκι  που  σωπαίνει
Κι  είναι  σα  να  μου  θύμωσε  και  σφαλιγμένο  μένει.


Δε  μου  μιλείς  κι  η  δόλια  εγώ  τον  κόρφο,  δες,  ανοίγω
Και  στα  βυζιά  που  βύζαξες  τα  νύχια,  γιε  μου,  μπήγω.


Κορώνα  μου,  αντιστύλι  μου,  χαρά  των  γερατειώ  μου,
Ήλιε  της  βαρυχειμωνιάς,  λιγνοκυπάρισσό  μου,


Πώς  μ’ άφησες  να  σέρνομαι  και  να  πονώ  μονάχη
Χωρίς  γουλιά,  σταλιά  νερό  και  φως  κι  ανθό  κι  αστάχυ;


Με  τα  ματάκια  σου  έβλεπα  της  ζωής  κάθε  λουλούδι
Με  τα  χειλάκια  σου  έλεγα  τα’ αυγερινό  τραγούδι.


Με  τα  χεράκια  σου  τα  δυο,  τα  χιλιοχαϊδεμένα,
Όλη  τη  γης  αγκάλιασα  κι  ολ’ είτανε  για  μένα.

 
Νίοτη  απ’ τη  νιότη  σου  έπαιρνα  κι  ακόμη  αχνογελούσα,
Τα  γερατειά  δε  τρόμαζα,  το  θάνατο  αψιφούσα.


Και  τώρα  πού  θα  κρατηθώ,  πού  θα  σταθώ,  πού  θάμπω,
Πού  απόμεινα  ξερό  δεντρί  σε  χιονισμένο  κάμπο;
Γιε  μου,  αν  δε  σούνε  βολετό  να  ρθεις  ξανά  σιμά  μου,
Πάρε  μαζί  σου  εμένανε,  γλυκιά  μου  συντροφιά  μου.


Κι  αν  ειν’  τα  πόδια  μου  λιγνά,  μπορώ  να  πορπατήσω
Κι  αν  κουραστείς,  στον  κόρφο  μου,  γλυκά  θα  σε  κρατήσω.




Στη  διάρκεια  της  δικτατορίας  της  4ης  Αυγούστου  (  1936  έως 1940 )  η  οποία  έριξε  στην  πυρά  αντίτυπα  του  Επιτάφιου,  στους  Στύλους  του  Ολυμπίου  Διός,  ο  Ρίτσος  εξακολούθησε  να  γράφει  στις  σποραδικές  παράνομες  εκδόσεις  του  Ριζοσπάστη  ως  ΣΟΣΤΙΡ  -  αναγραμματισμός  του  ΡΙΤΣΟΣ  -.  Το  1937,  σαν  πένθιμη  παρένθεση  στον  καλπασμό  του  φτασμένου  πια  ποιητή,  ήρθε  η  συγκλονιστική  σύνθεση  Το  τραγούδι  της  αδελφής  μου,  ένα  απ’  τα  ωραιότερα  λυρικά  της  νεοελληνικής  ποίησης,  όπου  ο  προσωπικός  σπαραγμός  για  την  ψυχική  αρρώστια  της  αχώριστης  συντρόφου  των  παιδικών  του  χρόνων,  της  αδελφής  του  Λούλας:



Αδελφέ  μου,  διψώ
Που  ’ναι  τ’ αθάνατο  νερό
Να  ξεδιψάσω
…Ας  κοιμηθούν  επιτέλους
αυτά  τα  φτερά  που  σχεδιάζουν
κουρασμένες  χειρονομίες
πληγωμένων  πουλιών…



μετουσιώνεται  σε  υπέροχη  ανάσταση,  χωρίς  ίχνος  ‘‘κηρύγματος’’:


Παραμέρισε  αδελφούλα  μου
Τα  δεμένα  χέρια  σου  να  περάσω…Αντίο  αδελφή  μου
Φίλησέ  μου  τα  σπουργίτια  της  αυλής  μας
Τ’  αθώα  παιδιά
Τις  λυπημένες  μητέρες
Και  τους  νέους  που  χτίζουν
Ανύποπτοι  κι  ανένδοτοι
την  πολιτεία  τους…

Την  ίδια  εποχή  ο Ρίτσος  έγινε  μέλος  της Εταιρείας  Ελλήνων  Λογοτεχνών,  της  οποίας  ήταν  τα τελευταία  χρόνια επίτιμος  πρόεδρος.  Την  ίδια  εποχή,  επίσης,  ο Παλαμάς,  εντυπωσιασμένος   απ’ το Τραγούδι  της  αδερφής ,  όπως αναφέρεται,  έγραψε  τους  γνωστούς  στίχους  του  για  τον  Ρίτσο :                                                                                  

Γλήγορο  αργοφλοίσβισμα  της  γαλάζιας  πλάσης 
Να  παραμερίσουμε για  να  περάσεις  .

Ακολούθησαν,  από  τις  εκδόσεις  Γκοβόστη:  Εαρινή  συμφωνία  (1938)


Τα  μεγάλα  θέματα  της  ποίησης  είναι  ο  Θεός,  η  φύση,  ο  θάνατος,  ο  έρωτας .Η  ύλη  της  Εαρινής  συμφωνίας ,  είναι  η  κατανυκτική  αρμονία  ενός  ζεύγους  θνητών.  Ο  έρωτας  που  ο Ρίτσος   υμνεί   στην   Εαρινή    συμφωνία  δεν  είναι  φαινόμενο   κοινωνικό,  αλλά  θεμελιακό  ένστικτο.


Η  αγάπη
Πιο  μεγάλη
Απ’  τη  σιωπή
Γεφυρώνει   το Θεό   με   τον  άνθρωπο 
Και  γεμίζει  το  απέραντο  χάσμα 
Με   φτερά  και  λουλούδια 


Ο  Χριστός  εμφανίζεται  ως  η  κορυφαία  μορφή  των  παιδικών  αναμνήσεων .


Άκου  τα  σήμαντρα 
Των  εαρινών  εκκλησιών 
Είναι  οι  εκκλησίες
Που  δε  γνώρισαν  τη  σταύρωση
Και  την  ανάσταση.
Γνώρισαν μόνο  τις  εικόνες 
Του  Δωδεκαετούς 
Που  ’χε  μια   μάνα  τρυφερή 
Που  τον  περίμενε  τα  βράδια στο  κατώφλι
Έναν  πατέρα  ειρωνικό  που  ευώδιαζε  χωράφι…


Κάθε  ανθρώπινο  γεγονός  περιέχει  τη   φθορά  και  την  καταστροφή  του. Ο  Ρίτσος  μας  περιγράφει   τη  σκηνή  του  χωρισμού.


Φεύγει  το  θέρος 
Μα  το  τραγούδι  μένει.
Όμως   εσύ  που δεν  έχεις   φωνή
Πού  θα    σταθείς  να  απαγγειάσεις ;
Πώς   θα  σμίξεις  το  φως  με  το  χώμα;


To  εμβατήριο  του  ωκεανού(1940 ) και Παλιά   μαζούρκα  σε  ρυθμό  βροχής(1943).Στη  διάρκεια  της  κατοχής  ο  Ρίτσος , άρρωστος  και  πάλι ,  μετέχοντας  στην     ομάδα  λογοτεχνών   του  Ε.Α.Μ ,  έφτασε  πολύ  κοντά    στο  θάνατο  αυτή    τη  φορά (1942), λόγω  και    του  λιμού  στην  πρωτεύουσα .Στους  κύκλους  των   διανοουμένων και  των    φοιτητών   της  Αντίστασης  ψιθυριζόταν  «ο  Ρίτσος   πεθαίνει».  Ο  ποιητής  όμως  αρνήθηκε  τα  χρήματα  εράνου  για  τη    σωτηρία  του,  απαιτώντας  να  μοιραστεί  το    ποσό  και    σε    άλλους  πάσχοντες  πνευματικούς  ανθρώπους  (  ένας  από  αυτούς  ήταν  τότε  ο  Παλαμάς  )  στην   πένα  του  αποδίδεται  ποίημα  που  δημοσιεύτηκε  στους  παράνομους  κατοχικούς  Πρωτοπόρους  και  έθετε  στο  στόμα  της  « αντάρτισσας »  Ελλάδας  τους  στίχους :

Όποιος  άξιός  μου,  στέκει  στο  πλευρό  μου
Κι  όποιος  άξιός   μου,  χτυπάει  τον   τύραννό  μου.


Απάντηση  σε  θρηνητικό ,  μεγαλόπνευστο  ποίημα  του  Σικελιανού ,  που   είχε  δημοσιευτεί  στην  κορυφή  της  πρώτης   σελίδας  στην   Ακρόπολη  (Αχ, πώς  το  ’πάθαν  τούτο  τα   παιδιά  μου…) ,πριν  προσχωρήσει   κι  αυτός  στο  Ε.Α.Μ .Η  Δοκιμασία ,ένας  τόμος      με  ποιητικές     συνθέσεις  της  περιόδου  1935-1933  όπως    Ο  λύχνος  των  φτωχών  και  ταπεινών,   Μια  πυγολαμπίδα  φωτίζει  τη  νύχτα,   Όνειρο  καλοκαιρινού  μεσημεριού   και  Ο  μικρός  αδελφός  των  γλάρων  (Γκοβόστης ,1943)  που    κυκλοφορήθηκε  ταυτόχρονα   σχεδόν  με    την   Παλιά  Μαζούρκα,  στην   κατοχή,  απηχούσε,  σ’ ένα  μεγάλο    μέρος    της ,  το    κλίμα  της  εθνικής  τραγωδίας .  Μια  από  τις  συνθέσεις  της  (Παραμονές   ήλιου)  αποκλείστηκε  απ’  την  κατοχική  λογοκρισία.  Ένα  πεζογραφικό   ανέκδοτο  έργο  του,  Στους  πρόποδες  της  σιωπής ,  καταστράφηκε  κατά  τα  Δεκεμβριανά  μαζί   με  τ’ αρχεία  του.  Μετά  την  ήττα   του   ΕΛΛΑΣ  στη  σύρραξη  εκείνη,  στην  Αθήνα,  ο  Ρίτσος  ακολούθησε  τις  δυνάμεις  του  στη  σύμπτυξή  τους.  Έφτασε  με  αποστολή  στην  Κοζάνη,  όπου  ανεβάστηκε  το  θεατρικό  του:  Η  Αθήνα  στ’  άρματα  (1945).  Για  τα  Δεκεμβριανά  έγραψε  επίσης  Τις  γειτονιές  του   κόσμου.  Στην  Αθήνα,  αργότερα  (1945-1946),  συνεργάτης  των  ελεύθερων  γραμμάτων,  ήταν  επίσης  από  τους  ‘‘δάσκαλους’’  (Αυγέρη,  Ρώτα,  Βρετάκος,  Γαλάτεια  Καζαντζάκη,  Μέλπω  Αξιώτη),  που  πλαισίωναν  την  ‘‘Ομάδα  Νέων  Λογοτεχνών’’  της  ΕΠΟΝ.  Με  τον  Εμφύλιο  (1947-1949),  άρχισε  η  μεγάλη  εποχή  του  ποιητή-αγωνιστή  Ιωάννη  Ρίτσου.  Ως  την  Κατοχή,  κύρια  πηγή  των  θεμάτων  του,  που  σφράγιζε  τη  δημιουργία  του,  ήταν  τα  προσωπικά  του  βιώματα,  αρκετά  έντονα  άλλωστε,  για  να  ‘‘διαβάσει’’  μέσα  τους  τη  ζωή  και  τον  κόσμο.  Ως  τον  Εμφύλιο,  είχε  περάσει  μέσα  από  τα  μεγάλα  γεγονότα,  συσσωρεύοντας  καθολικά  βιώματα  που  ένα  ελάχιστο  μόνο  μέρος  του  είχε  εκφράσει.  Τώρα,  μετέχοντας  πιο  άμεσα  σε  νέα,  συλλογικά  βιώματα,  έδινε  την  κάθε  στιγμή  την  προσωπική  του  μάχη  της  ανθρώπινης  αξιοπρέπειας  και  της  καταξίωσης  του  πνευματικού  ανθρώπου  απέναντι  σε  ό,τι  θεωρούσε  πιο  ιερό.  Εξόριστος,  από  το  Κοντοπούλι  της  Λήμνου  (1948)  στη  Μακρόνησο  (1949) ,  γαλήνιος,  γεμάτος  αγάπη,  σιωπηρή  οδύνη  και  απίστευτη  αντοχή  στις  κακουχίες  με  την  ευάλωτη  υγεία  του,  ρουφούσε  άπληστα  τις  εντυπώσεις,  γράφοντας  πυρετωδώς  ή  κρατώντας  σημειώσεις,  που  θα  τις  επεξεργαζόταν  στον  Άγιο  Ευστράτιο  (1950)  και  στην  Αθήνα,  μετά  την  απόλυσή  του  (1952)  με  επέμβαση  κορυφαίων  διανοουμένων  της  Ευρώπης  και  της  Αμερικής.  Τα  χρόνια  1953-1967  είναι  τα  χρόνια  της  προσωπικής  ευτυχίας,  της  δικαίωσης  και  της  εκπληκτικής  παραγωγικότητας  του  ποιητή.   Ύστερα  από  μια  σημαντική  σειρά  έργων  που  είχαν  ήδη  εκδοθεί  και  εξακολούθησαν  να  εκδίδονται  κυρίως  από  τις  Πολιτικές  Λογοτεχνικές  Εκδόσεις  στο  Βουκουρέστι,  ήρθαν  στη  ζωή  του  δύο  γεγονότα  που,  εκτός  από  τη  χαρά  και  την  άνεση  που  χάρισαν,  υπήρξαν  αποφασιστικά  για  την  ολοκλήρωση  του  φαινόμενου  ‘‘Ρίτσος’’ :  το  ένα  ήταν  ο  γάμος  του  (Δεκέμβριος  1954)  με  τη  γιατρό  και  ,αφοσιωμένη  σύντροφό  του  Γαριφαλιά  (Φαλίτσα)  Γεωργιάδου,  από  το  Καρλόβαση  της  Σάμου  (που  θα  γίνει  η  δεύτερη  ιδιαίτερη  πατρίδα  του),  και  το  άλλο  η  έναρξη  της  συνεργασίας  του  με  τη  Νανά  Καλλιανέση,  ιδιοκτήτρια  και  διευθύντρια  του  εκδοτικού  οίκου  Κέρδος.  Η  μελοποίηση  στίχων  του  (από  τη  δεκαετία  του  1960) ,από  το   Μίκη  Θεοδωράκη  και  άλλους  συνθέτες,  σηματοδότησε  μία  εποχή  διάδοσης  της  μεγάλης  ποίησης  στο  πλατύ  κοινό.  Η  σκοτεινή  επτάχρονη  παρένθεση  της  στρατιωτικής  δικτατορίας  και  η  νέα  εκτόπισή  του  (Γυάρος,  Παρθένη  Λέρου,  Καρλόβαση)  ήταν  μια  ακόμα  μαρτυρική  δοκιμασία  για  τον  άρρωστο  ποιητή,  που  υπέσκαψε  και  πάλι  την  υγεία  του  αλλά  και  η  περιπέτεια  αυτή,  δεν  ανέκοψε  σημαντικά  ούτε  την  παραγωγή  του  ούτε  το  χείμαρρο  των  εκδόσεων  έργων  του,  στην  Αθήνα  ή  στο  εξωτερικό.




Ποιήµατα
“Τα τραγούδια της αγροτιάς”, (1933)
“Τρακτέρ ”, (1934)
“Πυραμίδες”, (1935)
“Επιτάφιος”, (1936)
“Το τραγούδι της αδελφής μου”, (1937)
“Εαρινή συμφωνία”, (1938)
“Το εμβατήριο του ωκεανού”, (1940)
“Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής”, (1943)
“Δοκιμασία”, (1943)
“Ο σύντροφός μας. Νίκος Ζαχαριάδης”, (1945)
“Το υστερόγραφο της Δόξας” (1945)
“Γειτονιές του κόσμου”, (1949)
“Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο”, (στις 30 Μαρτίου 1952 στον Αϊ Στράτη, μόλις πληροφορείται την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη)
“Αγρύπνια”, (1954)
“Πρωινό άστρο”, (1955)
“Η σονάτα του σεληνόφωτος”, (1956)
“Χρονικό”, (1957)
“Πέτρινος χρόνος”, (1957)
“Αποχαιρετισμός”, (1957)
“Υδρία ”, (1957)
“Χειμερινή διαύγεια”, (1957)
“Οι γειτονιές του κόσμου”, (1957)
“Η αρχιτεκτονική των δέντρων”, (1958)
“Όταν έρχεται ο ξένος”, (1958)
“Ανυπόταχτη πολιτεία”, (1958)
“Οι γερόντισσες κ’ η θάλασσα”, (1959)
“Το παράθυρο”, (1960)
“Η γέφυρα”, (1960)
“Ο Μαύρος Αγιος, (1961)
“Το νεκρό σπίτι”, (1962)
“Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού”, (1962)
“Το δέντρο της φυλακής και οι γυναίκες”, (1963)
“Παιχνίδια τ’ ουρανού και του νερού”, (1964)
“Φιλοκτήτης”, (1965)
“Ρωμιοσύνη”, (1966)
“Ορέστης”, (1966)
“Όστραβα”, (1967)
“Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα”, (1972)
“Η Ελένη”, (1972)
“Χειρονομίες”, (1972)
“Η επιστροφή της Ιφιγένειας”, (1972)
“Ισμήνη”, (1972)
“Χρυσόθεμις”, (1972)
“18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας”, (1973)
“Γκραγκάντα”, 1973)
“Διάδρομος και σκάλα”, (1973)
“Σεπτήρια και Δαφνηφόρια”, (1973)
“Καπνισμένο τσουκάλι”, (1974)
“Ο αφανισμός της Μήλος”, (1974)
“Ύμνος και θρήνος για την Κύπρο”, (1974)
“Κωδωνοστάσιο”, (1974)
“Χάρτινα ”, (1974)
“Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη”, (1974)
“Η Κυρά των Αμπελιών”, (1975)
“Η τελευταία προ Ανθρώπου Εκατονταετία”, (1975)
“Ημερολόγιο εξορίας”, (1975)
“Μαντατοφόρες”, (1975)
“Θυρωρείο”, (1976)
“Το ρόπτρο”, (1976)
“Το μακρινό”, (1977)
“Γραφή Τυφλού”, (1979)
“Τα ερωτικά”, (1981)
“Ανταποκρίσεις”, (1987)
“3×111 τρίστιχα, (1987)

Συλλογές
“Ποιήματα–Α’”, (1930-1942)
“Ποιήματα–Β’”, (1941-1958)
“Ποιήματα–Γ’”, (1939-1960)
“12 ποιήματα για τον Καβάφη”, (1963)
“Μαρτυρίες A”, (1957-1963)
“Μαρτυρίες Β”, (1966)
“Τέταρτη διάσταση”, (1972)
“Ποιήματα–Δ’”, (1938-1971)
“Τα επικαιρικά”, (1945-1969)
“Τα συντροφικά τραγούδια”, (1981)